Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
View word page
σπειροειδής
coiled

ShortDef

coiled

Debugging

Headword:
σπειροειδής
Headword (normalized):
σπειροειδής
Headword (normalized/stripped):
σπειροειδης
IDX:
81001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81002
Key:

Data

{'content': 'coiled'}