Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
View word page
σπειρίτης
stone forming the base of a column
ShortDef
stone forming the base of a column
Debugging
Headword:
σπειρίτης
Headword (normalized):
σπειρίτης
Headword (normalized/stripped):
σπειριτης
IDX:
80999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81000
Key:
Data
{'content': 'stone forming the base of a column'}