Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
View word page
ἀνουθέτητος
unwarned, unadmonished

ShortDef

unwarned, unadmonished

Debugging

Headword:
ἀνουθέτητος
Headword (normalized):
ἀνουθέτητος
Headword (normalized/stripped):
ανουθετητος
IDX:
8099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8100
Key:

Data

{'content': 'unwarned, unadmonished'}