Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
View word page
σπειρικός
pertaining to a σπεῖρα Ι.9
ShortDef
pertaining to a σπεῖρα Ι.9
Debugging
Headword:
σπειρικός
Headword (normalized):
σπειρικός
Headword (normalized/stripped):
σπειρικος
IDX:
80997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80998
Key:
Data
{'content': 'pertaining to a σπεῖρα Ι.9'}