Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
View word page
σπειρηδόν
in coils

ShortDef

in coils

Debugging

Headword:
σπειρηδόν
Headword (normalized):
σπειρηδόν
Headword (normalized/stripped):
σπειρηδον
IDX:
80996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80997
Key:

Data

{'content': 'in coils'}