Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
σπειρηδόν
σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
View word page
σπειραντικός
with wavy blade

ShortDef

with wavy blade

Debugging

Headword:
σπειραντικός
Headword (normalized):
σπειραντικός
Headword (normalized/stripped):
σπειραντικος
IDX:
80991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80992
Key:

Data

{'content': 'with wavy blade'}