Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
σπειραχθής
View word page
σπατολειαστής
leather-dresser

ShortDef

leather-dresser

Debugging

Headword:
σπατολειαστής
Headword (normalized):
σπατολειαστής
Headword (normalized/stripped):
σπατολειαστης
IDX:
80985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80986
Key:

Data

{'content': 'leather-dresser'}