Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
σπειράρχης
σπείρασις
View word page
σπατίλουρος
foul-tailed, filthy

ShortDef

foul-tailed, filthy

Debugging

Headword:
σπατίλουρος
Headword (normalized):
σπατίλουρος
Headword (normalized/stripped):
σπατιλουρος
IDX:
80984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80985
Key:

Data

{'content': 'foul-tailed, filthy'}