Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
σπειραντικός
σπειράομαι
View word page
σπατίζω
draw, suck
ShortDef
draw, suck
Debugging
Headword:
σπατίζω
Headword (normalized):
σπατίζω
Headword (normalized/stripped):
σπατιζω
IDX:
80982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80983
Key:
Data
{'content': 'draw, suck'}