Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
σπειραία
σπείραμα
View word page
σπαταλώδης
soft, self-indulgent

ShortDef

soft, self-indulgent

Debugging

Headword:
σπαταλώδης
Headword (normalized):
σπαταλώδης
Headword (normalized/stripped):
σπαταλωδης
IDX:
80980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80981
Key:

Data

{'content': 'soft, self-indulgent'}