Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
σπεῖρα
View word page
σπαταλοκίναιδος
lascivious

ShortDef

lascivious

Debugging

Headword:
σπαταλοκίναιδος
Headword (normalized):
σπαταλοκίναιδος
Headword (normalized/stripped):
σπαταλοκιναιδος
IDX:
80978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80979
Key:

Data

{'content': 'lascivious'}