Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
σπάω
View word page
σπατάλιον
spatalium

ShortDef

spatalium

Debugging

Headword:
σπατάλιον
Headword (normalized):
σπατάλιον
Headword (normalized/stripped):
σπαταλιον
IDX:
80977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80978
Key:

Data

{'content': 'spatalium'}