Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
σπατίλη
σπατίλουρος
σπατολειαστής
σπάτος
View word page
σπατάλη
lewdness, wantonness, riot, luxury

ShortDef

lewdness, wantonness, riot, luxury

Debugging

Headword:
σπατάλη
Headword (normalized):
σπατάλη
Headword (normalized/stripped):
σπαταλη
IDX:
80976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80977
Key:

Data

{'content': 'lewdness, wantonness, riot, luxury'}