Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
σπατίζω
View word page
σπαστέος
to be pulled

ShortDef

to be pulled

Debugging

Headword:
σπαστέος
Headword (normalized):
σπαστέος
Headword (normalized/stripped):
σπαστεος
IDX:
80972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80973
Key:

Data

{'content': 'to be pulled'}