Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
σπάτειος
View word page
σπασμώδης
convulsive, spasmodic

ShortDef

convulsive, spasmodic

Debugging

Headword:
σπασμώδης
Headword (normalized):
σπασμώδης
Headword (normalized/stripped):
σπασμωδης
IDX:
80971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80972
Key:

Data

{'content': 'convulsive, spasmodic'}