Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
σπαταλώδης
View word page
σπασμός
a convulsion, spasm

ShortDef

a convulsion, spasm

Debugging

Headword:
σπασμός
Headword (normalized):
σπασμός
Headword (normalized/stripped):
σπασμος
IDX:
80970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80971
Key:

Data

{'content': 'a convulsion, spasm'}