Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
σπατάλιον
σπαταλοκίναιδος
σπάταλος
View word page
σπάσμα
a spasm, convulsion

ShortDef

a spasm, convulsion

Debugging

Headword:
σπάσμα
Headword (normalized):
σπάσμα
Headword (normalized/stripped):
σπασμα
IDX:
80969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80970
Key:

Data

{'content': 'a spasm, convulsion'}