Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
σπατάγγης
σπαταλάω
σπατάλη
View word page
σπαρτοφόρος
bearing broom
ShortDef
bearing broom
Debugging
Headword:
σπαρτοφόρος
Headword (normalized):
σπαρτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σπαρτοφορος
IDX:
80966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80967
Key:
Data
{'content': 'bearing broom'}