Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάρτινος
σπαρτίον
σπαρτιοχαίτης
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
σπασμώδης
σπαστέος
σπαστικός
View word page
σπαρτός
sown; pr.n. the Sown, sprung from dragon’s teeth sown by Kadmos

ShortDef

sown; pr.n. the Sown, sprung from dragon’s teeth sown by Kadmos

Debugging

Headword:
σπαρτός
Headword (normalized):
σπαρτός
Headword (normalized/stripped):
σπαρτος
IDX:
80963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80964
Key:

Data

{'content': 'sown; pr.n. the Sown, sprung from dragon’s teeth sown by Kadmos'}