Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτικός
σπάρτινος
σπαρτίον
σπαρτιοχαίτης
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
σπασμός
View word page
σπαρτοπλόκος
making ropes of σπάρτος

ShortDef

making ropes of σπάρτος

Debugging

Headword:
σπαρτοπλόκος
Headword (normalized):
σπαρτοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
σπαρτοπλοκος
IDX:
80960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80961
Key:

Data

{'content': 'making ropes of σπάρτος'}