Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτικός
σπάρτινος
σπαρτίον
σπαρτιοχαίτης
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτότονος
σπαρτοφόρος
Σπάρτωλος
σπάσις
σπάσμα
View word page
σπάρτον
a rope, cable
ShortDef
a rope, cable
Debugging
Headword:
σπάρτον
Headword (normalized):
σπάρτον
Headword (normalized/stripped):
σπαρτον
IDX:
80959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80960
Key:
Data
{'content': 'a rope, cable'}