Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
View word page
ἀνοτοτύζω
to break out into wailing
ShortDef
to break out into wailing
Debugging
Headword:
ἀνοτοτύζω
Headword (normalized):
ἀνοτοτύζω
Headword (normalized/stripped):
ανοτοτυζω
IDX:
8095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8096
Key:
Data
{'content': 'to break out into wailing'}