Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σπάρτακος
σπαρτέον
σπάρτη
Σπάρτη
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτικός
σπάρτινος
σπαρτίον
σπαρτιοχαίτης
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
σπαρτός
σπάρτος
View word page
σπαρτίον
a small cord
ShortDef
a small cord
Debugging
Headword:
σπαρτίον
Headword (normalized):
σπαρτίον
Headword (normalized/stripped):
σπαρτιον
IDX:
80954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80955
Key:
Data
{'content': 'a small cord'}