Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
Σπάρτακος
σπαρτέον
σπάρτη
Σπάρτη
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτικός
σπάρτινος
σπαρτίον
σπαρτιοχαίτης
σπαρτόδετος
Σπαρτοί
σπαρτομέταξα
σπάρτον
σπαρτοπλόκος
σπαρτοπόλιος
σπαρτοπώλης
View word page
σπαρτικός
vegetative
ShortDef
vegetative
Debugging
Headword:
σπαρτικός
Headword (normalized):
σπαρτικός
Headword (normalized/stripped):
σπαρτικος
IDX:
80952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80953
Key:
Data
{'content': 'vegetative'}