Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπάργησις
σπάρος
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
Σπάρτακος
σπαρτέον
σπάρτη
Σπάρτη
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτικός
View word page
σπαρταγενής
producing the shrub spartos
ShortDef
producing the shrub spartos
Debugging
Headword:
σπαρταγενής
Headword (normalized):
σπαρταγενής
Headword (normalized/stripped):
σπαρταγενης
IDX:
80942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80943
Key:
Data
{'content': 'producing the shrub spartos'}