Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπάργησις
σπάρος
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
Σπάρτακος
σπαρτέον
σπάρτη
Σπάρτη
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπαρτιάτης
View word page
σπάργησις
swelling, distention

ShortDef

swelling, distention

Debugging

Headword:
σπάργησις
Headword (normalized):
σπάργησις
Headword (normalized/stripped):
σπαργησις
IDX:
80940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80941
Key:

Data

{'content': 'swelling, distention'}