Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπάργησις
σπάρος
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
Σπάρτακος
σπαρτέον
σπάρτη
Σπάρτη
View word page
σπαργάνωσις
swathing
ShortDef
swathing
Debugging
Headword:
σπαργάνωσις
Headword (normalized):
σπαργάνωσις
Headword (normalized/stripped):
σπαργανωσις
IDX:
80937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80938
Key:
Data
{'content': 'swathing'}