Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπάργησις
σπάρος
σπαρταγενής
Σπαρτάκειος
Σπάρτακος
σπαρτέον
View word page
σπάργανον
a swathing band

ShortDef

a swathing band

Debugging

Headword:
σπάργανον
Headword (normalized):
σπάργανον
Headword (normalized/stripped):
σπαργανον
IDX:
80935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80936
Key:

Data

{'content': 'a swathing band'}