Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
σπαργάω
σπάργησις
σπάρος
σπαρταγενής
View word page
σπαράσσω
to tear, rend in pieces, mangle
ShortDef
to tear, rend in pieces, mangle
Debugging
Headword:
σπαράσσω
Headword (normalized):
σπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
σπαρασσω
IDX:
80932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80933
Key:
Data
{'content': 'to tear, rend in pieces, mangle'}