Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
View word page
ἀνόσφραντος
that cannot be smelt

ShortDef

that cannot be smelt

Debugging

Headword:
ἀνόσφραντος
Headword (normalized):
ἀνόσφραντος
Headword (normalized/stripped):
ανοσφραντος
IDX:
8092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8093
Key:

Data

{'content': 'that cannot be smelt'}