Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
σπαργανωτέος
View word page
σπαραγμός
a tearing, rending, mangling
ShortDef
a tearing, rending, mangling
Debugging
Headword:
σπαραγμός
Headword (normalized):
σπαραγμός
Headword (normalized/stripped):
σπαραγμος
IDX:
80928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80929
Key:
Data
{'content': 'a tearing, rending, mangling'}