Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάνωσις
View word page
σπαραγματώδης
convulsive

ShortDef

convulsive

Debugging

Headword:
σπαραγματώδης
Headword (normalized):
σπαραγματώδης
Headword (normalized/stripped):
σπαραγματωδης
IDX:
80927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80928
Key:

Data

{'content': 'convulsive'}