Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
σπαργάνιον
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
View word page
σπάραγμα
a piece torn off, a piece, shred, fragment
ShortDef
a piece torn off, a piece, shred, fragment
Debugging
Headword:
σπάραγμα
Headword (normalized):
σπάραγμα
Headword (normalized/stripped):
σπαραγμα
IDX:
80926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80927
Key:
Data
{'content': 'a piece torn off, a piece, shred, fragment'}