Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
σπαρακτόν
σπάραξις
σπαράσσω
View word page
σπανότεκνος
with too few children

ShortDef

with too few children

Debugging

Headword:
σπανότεκνος
Headword (normalized):
σπανότεκνος
Headword (normalized/stripped):
σπανοτεκνος
IDX:
80922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80923
Key:

Data

{'content': 'with too few children'}