Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
σπαρακτέον
View word page
σπανός
grey
ShortDef
grey
rare, uncommon
Debugging
Headword:
σπανός
Headword (normalized):
σπανός
Headword (normalized/stripped):
σπανος
IDX:
80919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80920
Key:
Data
{'content': 'grey'}