Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
σπαραγματώδης
σπαραγμός
View word page
σπανοπώγων
with scanty beard

ShortDef

with scanty beard

Debugging

Headword:
σπανοπώγων
Headword (normalized):
σπανοπώγων
Headword (normalized/stripped):
σπανοπωγων
IDX:
80918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80919
Key:

Data

{'content': 'with scanty beard'}