Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαλίων
σπαναδελφέω
σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
σπάραγμα
View word page
σπανιστός
scanty

ShortDef

scanty

Debugging

Headword:
σπανιστός
Headword (normalized):
σπανιστός
Headword (normalized/stripped):
σπανιστος
IDX:
80916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80917
Key:

Data

{'content': 'scanty'}