Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπάλαξ
σπαλίων
σπαναδελφέω
σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
σπανότεκνος
σπανοφιλία
σπανόφυλλος
σπάνυδρος
View word page
σπανιστικός
lacking, poor
ShortDef
lacking, poor
Debugging
Headword:
σπανιστικός
Headword (normalized):
σπανιστικός
Headword (normalized/stripped):
σπανιστικος
IDX:
80915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80916
Key:
Data
{'content': 'lacking, poor'}