Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάλαγμα
σπαλακία
σπαλακορύπαινα
σπαλακός
σπάλαξ
σπαλίων
σπαναδελφέω
σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
Σπανός
σπανοσιτία
View word page
σπανίζω
to be rare, scarce, scanty

ShortDef

to be rare, scarce, scanty

Debugging

Headword:
σπανίζω
Headword (normalized):
σπανίζω
Headword (normalized/stripped):
σπανιζω
IDX:
80911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80912
Key:

Data

{'content': 'to be rare, scarce, scanty'}