Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπαίρω
σπάκα
σπάλαγμα
σπαλακία
σπαλακορύπαινα
σπαλακός
σπάλαξ
σπαλίων
σπαναδελφέω
σπαναδελφία
σπανάδελφος
σπανανθρωπέω
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστικός
σπανιστός
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανός
View word page
σπανάδελφος
with few brothers

ShortDef

with few brothers

Debugging

Headword:
σπανάδελφος
Headword (normalized):
σπανάδελφος
Headword (normalized/stripped):
σπαναδελφος
IDX:
80909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80910
Key:

Data

{'content': 'with few brothers'}