Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
View word page
ἀνόστρακος
with no shell

ShortDef

with no shell

Debugging

Headword:
ἀνόστρακος
Headword (normalized):
ἀνόστρακος
Headword (normalized/stripped):
ανοστρακος
IDX:
8090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8091
Key:

Data

{'content': 'with no shell'}