Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
View word page
ἀγρυπνέω
to lie awake, be wakeful

ShortDef

to lie awake, be wakeful

Debugging

Headword:
ἀγρυπνέω
Headword (normalized):
ἀγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνεω
IDX:
808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-809
Key:

Data

{'content': 'to lie awake, be wakeful'}