Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάδων
σπαδών
σπαθαρία
σπαθαρικόν
σπαθάριος
σπαθάω
σπάθη
σπάθημα
σπάθησις
σπαθητός
σπαθηφόρος
σπαθίας
σπαθίζω
σπαθίνης
σπαθίουρος
σπαθίς
σπαθίτης
σπαθομήλη
σπαθοποιός
σπαίρω
σπάκα
View word page
σπαθηφόρος
a σπάθη bearer, police officer

ShortDef

a σπάθη bearer, police officer

Debugging

Headword:
σπαθηφόρος
Headword (normalized):
σπαθηφόρος
Headword (normalized/stripped):
σπαθηφορος
IDX:
80890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80891
Key:

Data

{'content': 'a σπάθη bearer, police officer'}