Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπάδος
σπάδων
σπαδών
σπαθαρία
σπαθαρικόν
σπαθάριος
σπαθάω
σπάθη
σπάθημα
σπάθησις
σπαθητός
σπαθηφόρος
σπαθίας
σπαθίζω
σπαθίνης
σπαθίουρος
σπαθίς
σπαθίτης
σπαθομήλη
σπαθοποιός
σπαίρω
View word page
σπαθητός
struck with the σπάθη

ShortDef

struck with the σπάθη

Debugging

Headword:
σπαθητός
Headword (normalized):
σπαθητός
Headword (normalized/stripped):
σπαθητος
IDX:
80889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80890
Key:

Data

{'content': 'struck with the σπάθη'}