Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σοωναύτης
σπαδίζω
σπαδικοφόρος
σπάδιξ
σπαδοειδής
σπαδονίζω
σπαδόνισμα
σπαδονισμός
σπάδος
σπάδων
σπαδών
σπαθαρία
σπαθαρικόν
σπαθάριος
σπαθάω
σπάθη
σπάθημα
σπάθησις
σπαθητός
σπαθηφόρος
σπαθίας
View word page
σπαδών
convulsion, cramp, spasm

ShortDef

convulsion, cramp, spasm

Debugging

Headword:
σπαδών
Headword (normalized):
σπαδών
Headword (normalized/stripped):
σπαδων
IDX:
80881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80882
Key:

Data

{'content': 'convulsion, cramp, spasm'}