Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σοφόνοος
σοφός
σοφοτέχνης
σόω
σοωδίνη
σοωναύτης
σπαδίζω
σπαδικοφόρος
σπάδιξ
σπαδοειδής
σπαδονίζω
σπαδόνισμα
σπαδονισμός
σπάδος
σπάδων
σπαδών
σπαθαρία
σπαθαρικόν
σπαθάριος
σπαθάω
σπάθη
View word page
σπαδονίζω
make flaccid

ShortDef

make flaccid

Debugging

Headword:
σπαδονίζω
Headword (normalized):
σπαδονίζω
Headword (normalized/stripped):
σπαδονιζω
IDX:
80876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80877
Key:

Data

{'content': 'make flaccid'}