Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σοφιστής
σοφιστιάω
σοφιστικός
Σοφοκλῆς
σοφόνοος
σοφός
σοφοτέχνης
σόω
σοωδίνη
σοωναύτης
σπαδίζω
σπαδικοφόρος
σπάδιξ
σπαδοειδής
σπαδονίζω
σπαδόνισμα
σπαδονισμός
σπάδος
σπάδων
σπαδών
σπαθαρία
View word page
σπαδίζω
to draw off

ShortDef

to draw off

Debugging

Headword:
σπαδίζω
Headword (normalized):
σπαδίζω
Headword (normalized/stripped):
σπαδιζω
IDX:
80872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80873
Key:

Data

{'content': 'to draw off'}