Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
View word page
ἀνόστεος
boneless

ShortDef

boneless

Debugging

Headword:
ἀνόστεος
Headword (normalized):
ἀνόστεος
Headword (normalized/stripped):
ανοστεος
IDX:
8086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8087
Key:

Data

{'content': 'boneless'}