Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
View word page
ἄνοσος
without sickness, healthy, sound

ShortDef

without sickness, healthy, sound

Debugging

Headword:
ἄνοσος
Headword (normalized):
ἄνοσος
Headword (normalized/stripped):
ανοσος
IDX:
8085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8086
Key:

Data

{'content': 'without sickness, healthy, sound'}