Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
View word page
ἄνοσμος
without smell
ShortDef
without smell
Debugging
Headword:
ἄνοσμος
Headword (normalized):
ἄνοσμος
Headword (normalized/stripped):
ανοσμος
IDX:
8084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8085
Key:
Data
{'content': 'without smell'}